- ιστοριοκρατία
- η , ιστορισμός ο историзм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιστοριοκρατία — η η αναγωγή όλων τών πολιτισμικών φαινομένων σε ιστορικά αίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. αξιο κρατία, δημο κρατία] … Dictionary of Greek
ιστοριοκρατία — η βλ. ιστορισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… … Dictionary of Greek
ιστορισμός — ο [ιστορίζω] 1. η ιστοριοκρατία 2. μεθοδολογική αρχή σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα και τα φαινόμενα θεωρούνται και εξετάζονται μέσα στην ιστορική τους εξέλιξη, μέσα στη διαδικασία εμφάνισης, ανάπτυξης και εξαφάνισης τους και, ταυτόχρονα, σε… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
ιστορισμός — ιστορισμός, ο και ιστοριοκρατία, η φιλοσοφικό σύστημα που υπερεκτιμά τον ιστορικό τρόπο θεώρησης του πολιτισμού και του ανθρώπου: Ο πραγματικός ιστορισμός προϋποθέτει την άποψη ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)